«Πάμε στο νησί, μόνοι εγώ και συ, θάλασσα και γλαροπούλια, να μας τριγυρνούν και να ξαγρυπνούν, οι έρωτές μας στα πεζούλια».
Θα ’θελα να γράψω ένα μυθιστόρημα για έναν έρωτα που αναβίωσε σε ένα ελληνικό νησί, για δυο ερωτευμένους που παράτησαν τη ζωή τους στην Αθήνα, την οικογένεια, τους φίλους, τη δουλειά και κυρίως τη Συνήθεια, ξεβολεύτηκαν και έφτασαν σε ένα πανέμορφο ελληνικό νησί για να περάσουν το υπόλοιπο της ζωής τους διαφορετικά, σε έναν κόσμο που η αναζήτηση για το χάδι της ζωής δεν Πουλιέται κι ούτε αγοράζεται με χρήμα. Σε έναν κόσμο που το δικαίωμα στο όνειρο συμπυκνώνεται στο νησί, στη θάλασσα και στον Έρωτα. Μα, κάθε φορά που ξεκινούσα, μου έβγαινε ένα ποίημα.
Περικυκλωμένος λοιπόν από τη θάλασσα και τους καημούς του έρωτα, κατέληξα σ’ αυτή τη διαδρομή.