O ΦΡΟΫΝΤ IΔΡΥΣΕ ΤHΝ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ σε μια ιστορική φάση της ανθρωπότητας όπου οι ευρωπαϊκές κοινωνίες έχαιραν σχετικής γαλήνης και προόδου. Είναι ενδεικτικό ότι η προώθηση της ψυχανάλυσης εντάχθηκε σε μια περίοδο όπου το ψυχικό σύμπτωμα τέθηκε ως αντικείμενο θεραπείας διαμέσου της λειτουργίας της σκέψης και της ομιλίας ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, έξω από το οικογενειακό περιβάλλον και τους θρησκευτικούς θεσμούς. Η υστερία και οι υστερικές ασθενείς οδήγησαν τον Φρόυντ να δομήσει το εργαλείο της ψυχανάλυσης εντυπωσιασμένος από τη δύναμη της ασυνείδητης σεξουαλικότητας, η οποία δημιουργούσε συμπτώματα ως διέξοδο στη μη πραγμάτωση μιας ασυνείδητης απαγορευμένης επιθυμίας. Βρήκε στην τραγωδία του Οιδίποδα την πυρηνική ανθρώπινη φαντασίωση, που αφορά τον οικογενειακό πυρήνα. Ο Φρόυντ πρωτοέγραψε για την υστερία γύρω στα 1893, μετά από τα χρόνια εκπαίδευσης που πέρασε στο Παρίσι, με καθηγητή τον φημισμένο Charcot. Είχε αντιληφθεί ότι το υστερικό σύμπτωμα, παρ’ όλη τη σωματικότητά του, συνδέεται με ψυχικά δημιουργήματα, και μάλιστα συμβολικής φύσης, με σεξουαλικό χαρακτήρα. Εν αρχή είναι το σώμα με τις διεγέρσεις του, τα ερεθίσματα, τον αισθητηριακό κόσμο του, την κινητικότητά του, την ευχαρίστηση και τη δυσαρέσκεια. Έρχεται σε επαφή με τους άλλους και τα πράγματα που θα εγγραφούν προοδευτικά ως εσωτερικές αναπαραστάσεις κι αντικείμενα. Ο Φρόυντ παρακολούθησε την Ντόρα το 1900, έγραψε για την περίπτωση το 1901, και τη δημοσίευσε αργότερα, το 1905, για λόγους εχεμύθειας, υπό τον τίτλο Απόσπασμα μιας ανάλυσης υστερίας.