Σε όλο το έργο ασκείται έντονη κριτική στον πολιτικό ρομαντισμό, τον οποίο ο Schmitt δεν θεωρεί ιδεολογικό ρεύμα με συγκεκριμένες θέσεις, αλλά μία στάση του υποκειμένου απέναντι στην πολιτική. Η στάση αυτή, διαμορφώνεται από την ρομαντική κοσμοθεωρία, οι αρχές της οποίας μεταφέρονται στο πεδίο της πολιτικής. Στη βάση της συγκεκριμένης αντίληψης βρίσκεται η αισθητικοποίηση της πολιτικής εμπειρίας, η αρχή δηλαδή να μην βιώνεται η πολιτική ως πράξη δέσμευσης ή ευθύνης αλλά ως ένας τρόπος αυτοέκφρασης, όπου το υποκείμενο βασίζεται στις εντυπώσεις, διαμορφώνει εικόνες και προσπαθεί να προκαλέσει συγκίνηση χωρίς να δεσμεύεται ποτέ σε κάποια απόφαση.
Η πολιτική, μέσα από αυτήν την οπτική, χάνει τον ουσιώδη της χαρακτήρα ως χώρος πράξης και επιλογής, και μετατρέπεται σε πεδίο αισθητικής απόλαυσης, όπου το υποκείμενο δεν καλείται να επιλέξει, να σταθεί, να αναλάβει τις ευθύνες που του αναλογούν, αλλά να αισθανθεί, να εμπνευστεί, να ερμηνεύσει τον εαυτό του μέσα από τις περιστάσεις. Η ρομαντική στάση, όπως την εντοπίζει ο Schmitt, χαρακτηρίζεται από μια συνειδητή αποφυγή της σύγκρουσης και μια ριζική αποστασιοποίηση από την τραγικότητα της πολιτικής πράξης, η οποία πάντοτε προϋποθέτει απόφαση, διαχωρισμό, ευθύνη και ενδεχομένως