«Και τότε, ένα βράδυ, ενώ ήμουν επί σκηνής, απλώς συνέβη. Η δύναμη της έκφρασης μου αποκαλύφθηκε όπως ποτέ άλλοτε. Και δεν ήταν καν κάτι που αναζητούσα. Αυτή είναι η ομορφιά των πραγμάτων. Όταν δεν την ψάχνεις. Ανοίγω το στόμα μου και, με κάποιον τρόπο, καταλαβαίνω ότι μπορώ να μιλήσω. Οι λέξεις βγαίνουν, και δεν είναι οι λέξεις του Στρίντμπεργκ, αλλά τις προφέρω σαν να είναι δικές μου. Ο κόσμος είναι δικός μου, όπως και τα συναισθήματά μου, και ξεπερνούν τα όρια του Σάουθ Μπρονξ. Εγκατέλειψα το οικείο. Έγινα μέρος κάτι μεγαλύτερου. Ανακάλυψα ότι υπάρχουν περισσότερες ευκαιρίες για μένα, αισθανόμουν ότι ανήκω σε έναν ολόκληρο κόσμο κι όχι μόνο σε ένα μέρος. “Τι είναι αυτό;” αναρωτήθηκα. Μοιάζει σαν να απογειώνομαι. “Ναι, επιτέλους. Είναι εκεί, μπορώ να απλώσω τα χέρια μου και να το αγγίξω. Είναι εκεί και τώρα ξέρω ότι μπορώ να το φτάσω, να το ακουμπήσω” σκέφτηκα. Και ξαφνικά, εκείνη τη στιγμή, ήμουν παγκόσμιος. Ήξερα ότι μετά απ’ αυτό δεν θα ανησυχούσα. Έτρωγα, δεν έτρωγα. Έβγαζα δεν έβγαζα λεφτά. Γινόμουν δεν γινόμουν διάσημος. Όλα αυτά δεν σήμαιναν τίποτα πια. Σε αυτή τη δουλειά, το να μη νοιάζεσαι για τέτοια πράγματα αποτελεί ευτύχημα. Άνοιγε μια πόρτα που δεν οδηγούσε σε καριέρα ούτε σε επιτυχία ή χρήματα, αλλά σε μια ζωτική ενέργεια. Είχα αφουγκραστεί τον εαυτό μου και δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο παρά να πω “Θέλω να κάνω αυτό το πράγμα για πάντα”». Για τον κόσμο, ο Al Pacino εμφανίστηκε στη μεγάλη οθόνη σαν φλόγα που άναψε ξαφνικά και δεν έσβησε ποτέ. Από την πρώτη του πρωταγωνιστική εμφάνιση στο Πανικός στο Νιντλ Παρκ το 1971, μέχρι τις εμβληματικές ερμηνείες του στον Νονό, το Σέρπικο και τη Σκυλίσια Μέρα, το όνομά του έγινε συνώνυμο με την ένταση, το βάθος και την αλήθεια της υποκριτικής. Μεγάλωσε στο Νότιο Μπρονξ από μια στοργική αλλά ψυχικά ευάλωτη μητέρα και τους παππούδες του, καθώς ο πατέρας του τον εγκατέλειψε σε μικρή ηλικία. Η ζωή στους δρόμους και η ατίθαση παρέα των παιδικών του χρόνων σμίλεψαν τον χαρακτήρα του. Μια καθηγήτρια διέκρινε το ταλέ