ΛΕΞΕΙΣ ΞΟΒΕΡΓΕΣ
Στήνω λέξεις ξόβεργες
τις αποφεύγεις
πετάς εκεί και πιο μακριά
ελπίζω να πιαστείς κάποια φορά.
Για να αιχμαλωτίσω τις δικές σου λέξεις
κι ασύστολα
να τις μαδώ αργά και βασανιστικά.
Θα ’ρθει το ποίημα
πονεμένο και αθώο
θα φέρει την κάθαρση.
*
ΣΤΗΛΗ ΝΕΡΟΥ
Ένα μήνα βρέχει
ανοίγει ομπρέλες μηνύματα
αλλά δεν ξέρει πως το σύννεφο είναι τρύπιο
και πως την έχει προγράψει με σκούρο δάχτυλο.
Πέφτουνε πάνω της δύο και τρεις μπόρες
ασάλευτη στήλη νερού
σταγόνες βαριές επώδυνες
σταλάζουν υγρούς στίχους.
*
ΤΗΝ ΕΙΧΕ ΠΙΑΣΕΙ ΜΙΑ ΑΝΟΙΞΗ
Κλείσε το παράθυρο, να κατακάτσει ο κουρνιαχτός, της
είπε.
Κι έκατσε η σκόνη.
Και τότε κατάλαβε εκείνη
πως την είχε πιάσει μια άνοιξη
ενώ ήταν βαθύ φθινόπωρο, σχεδόν χειμώνας.
Ήλιος, αλλά οι ακτίνες του αιχμηρές την πλήγωσαν.
Χρυσά τα φύλλα αλλά εύθρυπτα
σκόρπισαν σε κομμάτια.
Την είχε πιάσει μια άνοιξη
και τώρα γύριζε στην εποχή που της έπρεπε.
*
ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ
Το αλογάκι της Παναγίας κάθισε στη γωνιά του τραπεζιού.
Μην το πειράξεις, σου είπα.
Το τεμάχισες με το ψαλίδι του κλαδέματος.
Την ίδια στιγμή οι λέξεις μου κατακρεουργημένες ηλεκτρονικά
σταδιακά κατακρημνίστηκαν
κι έμειναν σκούρο παχύ κατακάθι
σε παραδοσιακό καφέ Λουμίδης
Και μη ρωτάς αν στο μεταξύ χάσαμε κάτι.
Καθένας μετρά τη δική του χασούρα.
*
ΤΙΤΙΒΙΖΑΝ ΓΙΑ ΤΡΥΦΕΡΟΤΗΤΑ
Είχε κατοχυρώσει μια κυριαρχία στον χώρο.
Να φέρεται σαν παιδί
Να δοκιμάζει ένα φρούτο και να το αφήνει μισοφαγωμένο
Να πιάνει το φαγητό με τα χέρια
και να σκορπά πατατάκια στο πάτωμα.
Ήταν που όταν έπεφτε το βράδυ
αυτή φορούσε φουστάνια μυθικά
τσιγγάνικες μαντίλες και γιορντάνια.
Κι όταν μιλούσε,
οι νυχτερίδες γίνονταν μικρά μαυροπούλια
που νεογέννητα τιτίβιζαν για τρυφερότητα.