Κάθε που μετρούσε τα παιδιά του ο μπαρμπα-Γιώργης ο Μαυράκος τα έβρισκε οχτώ· έξι αγόρια, δυο κορίτσια. Μα ήρθαν κάποτε ο πόλεμος και η γερμανική κατοχή· ο αριθμός άλλαξε, η φαμελιά του φυλλορροούσε σαν τα πλατάνια στην καρδιά του χειμώνα. Πολλά άλλαξαν...Ο ένας γιος του, ο Μηνάς, σήκωσε παντιέρα κι έΒαλε στόχο να πάρει εκδίκηση για τους αδικοχαμένους αδερφούς του. Μάνιασε ο γέρος και τον έδιωξε από το σπίτι.Κι ύστερα... Δίνη ο πόλεμος, λαίλαπα η ζωή, που τον παρέσυρε στο διάΒα της. Ο Μηνάς βγήκε στο βουνό κι έγινε αντάρτης με τον ΕΛΑΣ. Η καρδιά του στην πόλη, έξω από το σπίτι της Κρινιώς, να παραφυλάει μήπως και τη δει. Μα ο ίδιος στεκότανε μακριά, πολύ μακριά, ώστε να μην κινδυνεύει από τον Διονύση, τον ορκισμένο εχθρό του και αδερφό της... (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)«Αν δεν γνώριζα την ηλικία του συγγραφέα, θα έλεγα ότι αυτό το μυθιστόρημα είναι γραμμένο από έναν άνθρωπο που έχει περάσει τη μισή ζωή του στα βουνά ως αντάρτης...» (Γιάννης Κακουλίδης)